μπούγιο

μπούγιο
το
-ιου (λ. ιταλ.)
1. μεγάλος όγκος.
2. μτφ., εντύπωση μεγαλύτερη από την πραγματικότητα: Στη συναυλία είχε πολύ μπούγιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπούγιο — το 1. μεγάλος όγκος 2. μτφ. μεγάλη εντύπωση, δυσανάλογη όμως με την αξία («δεν ήταν πολλοί, αλλά με τις φωνές έκαναν μπούγιο») 3. φρ. «έχω μπούγιο» ή «κάνω μπούγιο» α) καταλαμβάνω πολύ χώρο β) προκαλώ εντύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. buio «σκοτάδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”